Άνθρωπος. Στη μέση του ωκεανού του. Έχει εξαντληθεί από την πολύωρη προσπάθεια να προστατεύσει μια ζωή. Τη ζωή του. Παλεύει να κρατηθεί από ό,τι βρει μπροστά του αφού δεν μπορεί να τιθασεύσει τον μπλε υγρό όγκο που τον απειλεί. Κύματα κι αφρός είναι ό,τι αποκαλύπτει ο κατάκοπος, θολός πλέον κι αλμυρός σα δάκρυ, ορίζοντάς του.
Κάποια στιγμή εστιάζει σε κάτι σκούρο που μοιάζει να ξεχωρίζει πιο πέρα, συμμαχώντας με τη λογική πως στη θάλασσα δεν έχει Φάτα Μοργκάνες. Με νέα δύναμη κολυμπάει προς τα εκεί ελπίζοντας πως αυτό που επιπλέει θα τον ξεκουράσει λίγο από την απίστευτη εξάντληση. Μόνο λίγο ζητάει. Λίγη δύναμη να ανακτήσει, ώστε να μπορέσει να ξαναρχίσει την προσπάθεια. Δε γίνεται να εγκαταλείψει τη Ζωή συνειδητά, ούτε καν κολυμπώντας μέσα σε νερά γεμάτα κοφτερά δόντια από Άδη, ενώ τα μπράτσα του καίνε αλύπητα και το πνεύμα του κλωσάει ήδη μικρά φτερά... ούτε τότε.
Πλησιάζει, όλο και πλησιάζει. Βλέποντας τον όγκο κοντύτερα νιώθει ήδη δύναμη να διαχέεται στα μέλη του, να τα ζεσταίνει και να γίνονται πάλι σχεδόν όπως τότε, στο ανύποπτο πρωινό του cocooning. Απλώνει με καινούριο θάρρος τα μπράτσα, τις ζαρωμένες λευκές παλάμες με τα μελανά νύχια. Σχεδόν σκάνε ένα χαμόγελο τα ξερανένα χείλη, ταυτόχρονα με κείνο τον άτακτο χτύπο που ξέφυγε απ’ την καρδιά...
... κι ακουμπάει ένα συμπαγές κουφάρι από... μπλεγμένα μεταξύ τους, θαλάσσια φύκια...
... κι ό,τι είχε γευτεί την ελπίδα. Μύριζε ροζ...
... κι ήταν γλυκιά σα μάνα!
... κι είχε δύναμηηη, λέμε...
ΥΓ: Όταν χρειάζεσαι την ελπίδα, πάει να πει πως κάτι πάει στραβά. Μάλλον, κάτι πάει πολύ στραβά. Ο Μέρφι, λοιπόν, αποφασίζει πως η πιθανότητα να μην είναι ‘φύκια’ το ‘σωσίβιο’, είναι αντιθέτως ανάλογη του μεγέθους της ανάγκης. Βασικά το έχει κάνει και Νόμο...
Ωραίο....
ΑπάντησηΔιαγραφή