Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Σιγά μην κάνω τη διαδρομή κουβαλώντας τον!

Η έναρξη του συμποσίου κηρύχθηκε. Πήρα και γω, ως είθισται, θέση στο στρογγυλό τραπέζι. Απίθωσα, κατά το εθιμικό, όλα τα προβλήματα που κουβαλούσα καιρό τώρα και που καταδυνάστευαν –νόμιζα- τη ζωή μου. Το κάναν όλοι οι καλεσμένοι. Δεν είναι για να φέρεις τη Χαρά εδώ. Αυτή άστην στη Ζωή σου μέσα να αλωνίζει ελεύθερα. Μόνο ότι σε σπαταλάει, ότι σε φθείρει.

Γέμισε το τραπέζι φόβους, ανασφάλειες, τρόμο, αγωνίες και δάκρυ. Είχε μπόλικο πράμα εκεί απάνω. Το κοιτάζαμε καλά καλά. Όλοι. Έπρεπε να σκεφτούμε ώριμα πριν το τέλος του συμποσίου, πριν διαλέξουμε κάτι της προτίμησής μας να πάρουμε μαζί μας στο φευγιό. Ως είθισται και πάλι. Κοίταζα κι εγώ… κοίταζα τους απέναντι, κοίταζα τους δίπλα, κοίταζα τι κείτονταν πάνω στο τραπέζι…

Μα, μάγοι είναι οι πατέρες της ψυχολογίας; Το’ χανε πει αυτοί από παλιότερα! Και νάτο πάλι! Όπως μειωνότανε ο σωρός μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι, παρατηρούσα σαν φρεσκομυημένη, ο καθένας άρπαζε στα γρήγορα ότι είχε φέρει. Μην του το πάρει κανείς άλλος και χαθεί. Μη χαθεί αυτό, μη χαθεί αυτός. Δεν ξέρω.

Τελικά πήραμε το δρόμο της επιστροφής φορτωμένοι τα παλιά, γνώριμα, δικά μας προβλήματα. Αυτά διαλέξαμε όλοι. Είτε γιατί το θέλαμε, είτε γιατί ξεμείναμε τελευταίοι και πήραμε ότι είχε απομείνει, ότι δεν ήθελε κανείς. Τα ίδια. Αυτά που φέραμε στη συνάντηση, κουβαλούσαμε τελικά και στο δρόμο της επιστροφής. Τα γνωστά μας, οικεία, αγκαθάκια. Πού να τρέχεις τώρα να εξοικειωθείς με νέα; Αυτά ήταν, κι ήταν ολόδικά μας. Μεγάλα κι άλυτα ή αγαπημένα προβληματάκια, χαζοφοβίες της δεκάρας. Όλα οικεία.

Πήρα και γω τα δικά μου. Αυτά που είχανε μείνει πάνω στο τραπέζι. Αυτά που δεν ήθελε κανείς. Αγαπημένα μου προβληματάκια, χαζοφοβίες της δεκάρας. Καταδυνάστευαν νόμιζα τη ζωή μου, μα όχι πια.

Ο κόσμος έχει αληθινούς λόγους να υποφέρει μερικές φορές, μεγάλα αγκάθια να τον τρυπούν ανελέητα, αλλά η μαμά φύση τον οπλίζει με δυνατά μέσα να τους υπερνικάει. Και προτιμάει το δράμα του ο καθένας από ένα άλλο, μικρότερο αλλά άγνωστό του.

Κι ο φόβος, το δικό σου αγκάθι, τι είναι λες; λέει μια απαλή φωνούλα μέσα μου… Μια παραπλάνηση είναι που σε κρατάει δεμένο στο χώμα. Ένα παιχνίδι του Αγνώστου που νομίζει ότι κάνει κουμάντο, τουλάχιστον όσο βλέπει να μασάς με τα χειριστικά του τερτίπια. Γεννήθηκε σε μια στιγμή που είχε το Μυαλό σου χρόνο για χάσιμο και έκατσε λίγο παραπάνω σε αυτή την ανώφελη Θέση με (στοχευμένο εκ του Αγνώστου) αποτέλεσμα να σε καθηλώνει πέντε εκατοστά από το έδαφος. Αυτός είναι όλος κι όλος ο ρόλος του. Άχαρος. Θρασύδειλος. Ένα σκέτο 'ξου' του λες, αν το σκεφτείς ή αν το τολμήσεις, με σταθερή φωνή καθώς ανεβαίνεις τα σκαλιά της συνέχειας της διαδρομής σου και τρομάζει περισσότερο από σένα πιο πριν. Σκαλί δεν μπορεί να ανέβει!

Ο φόβος δεν μας νικάει στα ψηλά όπως νόμιζα εγώ (σαν και σένα;) κι εξαναγκαζόμουν να μείνω στα χαμηλά για να γλιτώσω. Στα ψηλά φοβάται να ανέβει και κάνω κουμάντο μοναχή. Σιγά μην κάνω τη διαδρομή κουβαλώντας τον!