Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Δάκρυα Αλήτη

Η παγωνιά ήταν απίστευτη εκείνη τη βραδιά. Δεν έβλεπες ψυχή τριγύρω. Μόνο που και που μια ανθρώπινη σκιά βάδιζε τρέμοντας, με γρήγορο βήμα προς την αγκαλιά κάποιου ζεστού σπιτικού. Η σκυφτή φιγούρα, καθιστή στο παγωμένο σκαλί, συρρικνωμένη από το κρύο, την πείνα και την αρρώστια, έκλαιγε σα μωρό. Μάλλον όχι. Έκλαιγε σαν κάτι πληγωμένες, παγιδευμένες υπάρξεις που λαχταρούν το θάνατο να έρθει να τις λυτρώσει.

Πόνος, μοναξιά και παράπονο.

Μα…

Ήταν κι αυτός παιδί...
(Μάλλον κατώτερου θεού,)
Μιας μάνας γιος, κάπου στη γη
Με καρδιά, ίσως, ακόμα μητρική…

Τόσο νέος, σε γέρικο κορμί!
Τη σάρκα του κατέτρωγε η αρρώστια…
Σπασμένα δόντια, πιο σπασμένο ηθικό,
Αγρίμι ματωμένο, όλο πόνο.

Βρώμικα τα ρούχα πάνω του, φτενά,
Τρύπια τα γάντια μέσ' στην τόση παγωνιά…
Το δάκρυ του θυμάμαι, απ’ όλα, πιο πολύ,
Που Άνθρωπο και Χάδι αναζητεί!

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Ζωή en route...

[...]

Πως ξέρουμε ότι δεν είναι απλά σταθμός εκεί που είμαστε, εκεί που πάμε; Δύσκολο να το πούμε! Δύσκολο να το ξέρουμε ακόμα κι αν είμαστε εκεί. Μόνο όταν μείνεις έστω για λίγο αλλά το νιώσεις ‘σπίτι’ σου, τότε αυτό μπορεί ακόμα κι αν είναι σταθμός να το μετατρέψει σε προορισμό. Το ταξίδι της διαπίστωσης είναι κι αυτό μια ενδιαφέρουσα διαδρομή, στην οποία άλλη μια φορά δεν μπορώ να αντισταθώ.

Όρισα πάλι τα τυπικά στοιχεία σαν σημεία αναφοράς και καταπατώντας τα εμπόδια που ήταν εκεί για να με προειδοποιήσουν, παίρνω τους δρόμους και πάλι. Αυτή τη φορά δεν όριζε το δρόμο ο ματαιόδοξος ή περιστασιακός τυχοδιωκτισμός μου, αλλά η ανάγκη του πολεμιστή για εκεχειρία.

Πόσο μπορεί να επηρεάσει την ψυχολογία μιας μεσογειακής, νέας γυναίκας, ένας χρόνος στον παγωμένο βορρά;

Ολοκληρωτικά. Ισοπεδωτικά, σκέφτομαι κι απαντώ σε μένα καθώς ετοιμάζω άλλη μια φορά βαλίτσες και ζω το ίδιο σκηνικό με αυτό μιας αιωνιότητας κι ενός έτους πριν, με ερωτηματικά και πάλι να με βασανίζουν, χωρίς καμιά ελπίδα να χωρέσω όλα τα αντικείμενα μέσα στις βαλίτσες. Αυτή τη φορά άφησα πράγματα πίσω μου κι όχι  με περισσή ευχαρίστηση όπως την προηγούμενη που μοίρασα τα πάντα. Όμως ανάμεσα σε αυτά είναι κάποια αντικείμενα που προκειμένου να τα αφήσω σε ‘ξένα’ χέρια προτίμησα να τα φυγαδέψω νύχτα σε σάκους σκουπιδιών και να τα παραδώσω στην αγκαλιά του κάδου που περίμενε έξω από το σπίτι. Εκείνος αγκάλιασε καθησυχαστικά θυμάμαι τα χαρτιά, το μπουρνούζι μου που δεν πάλιωσε απλά δεν χω-ρά-ει στις βαλίτσες, τις χνουδωτές παντόφλες που ήταν δώρο, διακοσμητικά, κάποια ρούχα...

Το τελευταίο βράδυ στη Σκοτία δεν έχει ούτε τις ίδιες σκέψεις με εκείνο στην Ελλάδα ενάμιση χρόνο πριν, ούτε τα ίδια συναισθήματα. Είμαι πολύ πιο μεγάλη και λιγότερο αθώα, έχω την πεποίθηση. Η αθωότητα χάνεται με τον καιρό και κάποιες φορές χάνει μεγαλύτερα κομμάτια της από άλλες. Τα δικά μου μεγαλύτερα κομμάτια αθωότητας τα πρόσφερα θυσία στη γνώση, την πρώτη φορά μεγαλώνοντας από παιδί σε γυναίκα και τη δεύτερη αποχαιρετώντας την χώρα μου για ένα ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ ίσο με ΤΙΠΟΤΑ ΜΟΝΙΜΟΤΕΡΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ που προχωρώντας έγινε ένα τρομακτικό ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.

Αποχαιρέτησα τη θάλασσα, τη βελούδινη και γκρίζα πηγή δύναμης που είχα συντροφιά τόσο καιρό τώρα, που αγάπησα και δω το ίδιο όπως παντού γιατί είναι ο μόνος κρίκος που με συνδέει αδιάκοπτα με τη μητέρα γη και γιατί κρατάει στην αγκαλιά της τα αγαπημένα νησιά... έκλεισα το μάτι στον ‘Πειραιά’ μου απέναντι... έγνεψα στο φάρο… καλά ταξίδια μου είπε… του είπα και γω να τους προσέχει τους νησιώτες μας τώρα που εγώ έφευγα κι έκοβα στ’ αλήθεια κάθε κρίκο, κάθε οπτική επαφή με το αγαπημένο υγρό στοιχείο… δάκρυσε, δάκρυσα και γω.

Ενάμισυ χρόνο πριν, στο αεροδρόμιο της οδού Ποσειδώνος, δεν έσταξε δάκρυ. Τώρα τι; Βροχή ήταν, λέω κοιτώντας το Σκοτσέζικο ουρανό και μπαίνω μέσα σπίτι. Αύριο έχω δρόμο...
 
[...]