Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Ηταν μια φορά ένα έτος...

Μια φορά και έναν καιρό...

... θέλω να πω ένα παραμύθι αλλά φοβάμαι. Μη θυμώσει η ζωή. Πως λέω ψέματα.
Καλύτερα μια αληθινή ιστορία (aλλά με ένα ‘αντίο’. Ξανά.  Έτσι τελειώνουν τα αληθινά παραμύθια).

Λοιπόν... ήταν μια φορά ένα έτος, που το έλεγαν 2011. Ήρθε σπίτι μια κρύα χειμωνιάτικη βραδιά, με άστατες καιρικές συνθήκες. Δε φταίει που ήρθε μες το κρύο. Έτσι κάνει κάθε χρόνο. Κανείς μας δεν πίστεψε πως θα τα καταφέρει. Εκείνο όμως, ήρθε μαζί με τις εποχές του και τον αέρα του, απτόητο κι όλο αθώες υποσχέσεις, όπως κάνουν όλοι όσοι δεν έχουν φθαρεί από το χρόνο και  τις αποτυχίες στα όνειρα.
Στόχευα να το προσγειώσω αλλά κωλυσιέργισα από τη μικρή γλυκιά νάρκη που παρέλυσε το νου μου η άνοιξη που κουβάλησε μαζί του. Δείγματα από ξεχασμένες αξίες, ανάγκες και αλήθειες εισχωρούν και βολεύονται σε κενά σημεία ανάμεσα στα δείγματα ζωής, κενά που δεν είχα δει. Τ’ άφησα ελεύθερα επειδή ήμουν σίγουρη πως μπορώ να τα ελέγξω. Αχ, νιότη!
Μπερδεύτηκα με τη λιακάδα που επέβαλλε το καλοκαίρι του και μια μέρα, μετά το ηλιοβασίλεμα που ξέκλεψα χρόνο για σκέψη, συνειδητοποίησα κάτι που μου θύμισε την αυταπάτη των εξαρτημένων. Καλοπερνώ, τ’αφήνω, τ’αφήνω... καλοπερνώ, τ’αφήνω... κακοπερνώ... είμαι μέσα στο χορό, έχω εξοντώσει τις επιλογές και ανακαλύπτω πως δεν είναι πια ένα παιχνίδι ανακάλυψης ορίων. Είναι ένα παιχνίδι μετακίνησής τους. Επαναπροσδιορισμού τους. Ενηλικίωσης. Και πριν καλά καλά το καταλάβω φθινοπώριασε.
Είναι πλέον ένα έτος που αρχίζει και μεγαλώνει. Παύει να είναι όσο αθώο ξεκίνησε, έχει απαιτήσεις και όρους που θυμίζουν ‘μεγάλους’. Και οι μεγάλοι δεν παίζουν.
Κάθομαι και το κοιτώ κάνοντας υποθέσεις όπως πάντα όταν κάποιος (που κάνει κουμάντο μονομερώς) δε μιλά και σε ωθεί να μαντεύεις. Συνειδητοποιώ πως, μέρες τώρα, μπορεί και 365, δεν κάνει άλλο από το να μου κλέβει ψυχή και ζωή με ότι τρόπο μπορεί και μ’ αφήνει πίσω με το  βλέμμα της απορίας και της στέρησης (του ζωτικού) να κοιτώ την πόρτα που ανοίγει, καθώς φεύγει εντελώς αποφασιστικά, ν’ ακούω τον τελευταίο του ψίθυρο που αναπαράγεται σαν ηχώ... να προσέχεις.... να ζήσεις το τώρα σου... βρες τον τόπο και τον τρόπο του συμβιβασμού σου κι αύριο βλέπουμε... Και φεύγει. Δεν μπορώ να το κρατήσω πίσω. Δεν με ρωτάει καν. Έτσι κάνει ο χρόνος!
Και ζει πάντα καλά...
Αν είναι έτσι λοιπόν, στο καλό παλιό έτος. Well done! Δεν τα πάω καλά με τα ‘αντίο’ ούτε με τα ‘περίμενε’. Μου’ ρχεται να σκίσω τα φύλλα από το ημερολόγιο, χωρίς καν να διαβάσω τα στιχάκια! Το νέο πλησιάζει αστραφτερό πίσω από κάτασπρες νυφάδες χιονιού, ξεχασμένα χριστουγεννιάτικα στολίδια, και παράφωνες νότες από πιτσιρίκια που καλοπιάνουν τον Άγιο των Δώρων. Και γω ανυπομονώ να το υποδεχτώ.
Αυτό είναι αλήθειααα!
Ζωή, δεν μπορείς να μου θυμώσεις. Δε μ’ αφήνεις να λέω παραμύθια, αλλά τα αληθινά μπορώ να στα διηγηθώ παράφωνα, με όση χρυσόσκονη ή χριστουγεννιάτικη μαγεία θέλω και, ασφαλώς, το απαραίτητο happy end τους!